ευσχήμων

ευσχήμων
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου.
* * *
εὐσχήμων, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση
2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά
3. πρόκριτος, προύχοντας, ευκατάστατος («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτής»)
4. έντιμος και σεβαστός, αξιοσέβαστατος
5. εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο ευπρεπής και σοβαρός
6. το ουδ. ως ουσ. τo εὔσχημον
η ευσχημοσύνη.
επίρρ...
εὐσχημόνως (ΑΜ)
με ευσχημοσύνη, με ευπρέπεια και κοσμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. ετερο-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐσχήμων — εὔσχημος masc/fem/neut gen pl εὐσχήμων elegant in figure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονεστέρων — εὐσχήμων elegant in figure fem gen comp pl εὐσχήμων elegant in figure masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονέστατα — εὐσχήμων elegant in figure adverbial superl εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονέστατον — εὐσχήμων elegant in figure masc acc superl sg εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονέστερα — εὐσχήμων elegant in figure adverbial comp εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονέστερον — εὐσχήμων elegant in figure masc acc comp sg εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχήμονα — εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc pl εὐσχήμων elegant in figure masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονεστάτης — εὐσχήμων elegant in figure fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονεστάτοις — εὐσχήμων elegant in figure masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχημονεστάτους — εὐσχήμων elegant in figure masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”